υπηρεσία  πληροφοριών

υπηρεσία  πληροφοριών
агенциjата  за  разузнавање

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υπηρεσία — η / ὑπηρεσία, ΝΜΑ [ὑπηρέτης] 1. εξυπηρέτηση, εκδούλευση, προσφορά (α. «προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στο έθνος» β. «τίς αὕτη ἡ ὑπηρεσία ἐστὶ τοῑς θεοῑς», Πλάτ. γ. «ἣν δουλείαν οὖσαν ἔφασκες καὶ ὑπηρεσίαν ἀποδείξειν», Αριστοφ.) 2. το σύνολο τών… …   Dictionary of Greek

  • National Intelligence Service (Greece) — National Intelligence Service Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών Agency overview Formed May 9, 1953 as the Central Intelligence Service Jurisdiction …   Wikipedia

  • ΚΥΠ — Αρκτικόλεξο της ελληνικής Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Πρόκειται για δημόσια υπηρεσία που υπάγεται απευθείας στον πρωθυπουργό. Ιδρύθηκε το 1953 και ασχολείται με θέματα ασφάλειας του καθεστώτος της χώρας. Το 1986 μετονομάσθηκε σε Εθνική… …   Dictionary of Greek

  • Ethniki Ypiresia Pliroforion — Aufsichtsbehörde Ministerium für öffentliche Ordnung Gegründet 9. Mai 1953 Hauptsitz in Athen Behördenleitung Ioannis Korandis Website www.nis.gr Der E …   Deutsch Wikipedia

  • National Intelligence Service (Griechenland) — Ethniki Ypiresia Pliroforion Aufsichtsbehörde Ministerium für öffentliche Ordnung Gegründet 9. Mai 1953 Hauptsitz in Athen Behördenleitung Ioannis Korandis Website www.nis.gr Der Ethniki Ypiresia Pliroforion (EYP) (griechi …   Deutsch Wikipedia

  • Ethniki Ypiresia Pliroforion — Le Ethniki Ypiresia Pliroforion (Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, ΕΥΠ, en français Service national de renseignements) est le service de renseignements de la Grèce. Son quartier général est situé à Athènes. L’agence a été fondée en 1986 par la loi no …   Wikipédia en Français

  • Спецслужба — Спецслужба[1]  структура и (или) деятельность, структурированная (организованная) в соответствии с специальными требованиями. Термин часто используется в узком смысле «специальной службы для организации и ведения разведывательных… …   Википедия

  • εκλογή — Τίτλος μηνιαίας έκδοσης μικρού σχήματος, με ποικίλη ύλη. Ιδρύθηκε το 1945 από τη Βρετανική Υπηρεσία Πληροφοριών με έδρα την Αθήνα. Το 1950 ανέλαβε τη συνέχιση της έκδοσης η ημερήσια εφημερίδα Καθημερινή. Το 1960 η Ε. έγινε δεκαπενθήμερη, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Ρενοντό, Θεόφραστος — (Renaudot, Βιέννη 1586 – Παρίσι 1653). Γάλλος γιατρός, δημοσιογράφος και κριτικός. Αφού άσκησε το επάγγελμα του γιατρού στην ιδιαίτερη πατρίδα του, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου, με την προστασία του Ρισελιέ, πήρε τον τίτλο του βασιλικού γιατρού… …   Dictionary of Greek

  • ΦΑΟ — (FAO, από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων Food and Agriculture Organization = Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας). Οργάνωση των Ηνωμένων Εθνών, που ιδρύθηκε το 1943 στο Χοτ Σπρινγκς (Βιρτζίνια), και άρχισε να δρα από τον Οκτώβριο του 1945, όταν έγινε… …   Dictionary of Greek

  • τηλεπικοινωνίες — Κάθε μέθοδος κατάλληλη να μεταδώσει πληροφορίες μακρύτερα από εκεί που φτάνει συνήθως η ανθρώπινη φωνή. Από την ευρύτατη αυτή έννοια εξαιρείται η μεταβίβαση γραπτών μηνυμάτων ή άλλων αντικειμένων (ταχυδρομείο) και περιλαμβάνονται μόνο τα οπτικά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”